«Οι γυναικοκτονίες είναι έγκλημα το οποίο απαιτεί στρατηγική αντιμετώπισης, διεθνή ανταλλαγή εμπειρίας

και ενιαία κοινωνική απάντηση» Στην εκδήλωση που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της Νομαρχιακής Επιτροπής Ροδόπης του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής με θέμα «Γυναικοκτονίες στην Ελλάδα, οι διαστάσεις του φαινομένου», μίλησε η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ και Β’ Αντιπρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Νάντια Γιαννακοπούλου.   Η κα. Γιαννακοπούλου κατά την ομιλία της, στην κατάμεστη αίθουσα του Café “Οκτώ” στην Κομοτηνή, αναφέρθηκε στο μείζον θέμα της έμφυλης βίας που απασχολεί την κοινωνία και που τελευταία παρουσιάζει έξαρση. Συγκεκριμένα η Βουλευτής ανέφερε:   «Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας έντασης των φαινομένων της ενδοοικογενειακής βίας, της κακοποίησης γυναικών και των γυναικοκτονιών από συντρόφους τους. Πρόκειται για την έκφραση μιας αρρωστημένης εξουσιαστικής αντίληψης, της πιο ανατριχιαστικής εκδοχής της, ότι ο άνδρας είναι τάχα ιδιοκτήτης όποιας γυναίκας βρίσκεται δίπλα του.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα φαινόμενα αυτά εμφανίζονται πια χωρίς καλύψεις και αυτό τα αναδεικνύει πιο έντονα τώρα. Παλαιότερα όλα καλύπτονταν, οι δε γυναικοκτονίες εύκολα χαρακτηρίζονταν εγκλήματα πάθους και έτσι ξεμπερδεύαμε. Ωστόσο,  αυτό ισχύει σε ένα βαθμό και τώρα παρά τα βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει και τώρα σιωπή που είναι συνενοχή και κρύβει τις πραγματικές διαστάσεις. Η πανδημία από την μια ενέτεινε φαινόμενα κακοποίησης που έφταναν μέχρι και τις γυναικοκτονίες και από την άλλη έδωσε μια ώθηση στις δημόσιες καταγγελίες. Ήταν και είναι μια πρώτη επιτυχία. Μπήκαμε στην εποχή του #me_too των καταγγελιών επώνυμων αθλητριών και καλλιτέχνιδων, την στιγμή που αυξανόταν το κύμα καταγγελιών μέσα από το πενταψήφιο, την Αστυνομία, κοινωνικές δομές.

Τότε, στα πλαίσια της Επιτροπής Ισότητας της Βουλής, το ΠΑΣΟΚ, η αείμνηστη Πρόεδρος μας Φώφη Γεννηματά (που ξεχώριζε για την ευαισθησία της στο θέμα) και εγώ, καταθέσαμε συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση αυτών των κοινωνικών παθογενειών. Υπήρξε μια πολύ έντονη, συλλογική, διακομματική συνεργασία που οδήγησε σε μια καμπάνια ενημέρωσης, στην προβολή του πενταψήφιου τηλεφώνου για σχετικές καταγγελίες, σε κοινές προτάσεις για την στήριξη των θυμάτων, για την ανάγκη αυστηροποίησης ρυθμίσεων του Ποινικού Κώδικα, για μέτρα με επίκεντρο την Παιδεία και την δημιουργία νέων προτύπων για τους νέους ανθρώπους. Πολλά από αυτό το πλαίσιο αρχών, στόχων και μέτρων που προτείναμε άρχισαν να υλοποιούνται. Αναφέρομαι σε αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, στην δημιουργία Συμβουλευτικών δομών, δομών φιλοξενίας θυμάτων, την ίδρυση ειδικών Γραφείων σε Αστυνομικά Τμήματα. Όλα αυτά είναι μια αρχή. Έχουν να γίνουν βέβαια πολλά ακόμη. Απέναντι στην έκταση των φαινομένων αυτών κάθε κρατική δράση μοιάζει μικρή. Βασικό στόχος ήταν το σπάσιμο της σιωπής, το σπάσιμο του φόβου της καταγγελίας, η πρόληψη.»

Στην συνέχεια η κα. Γιαννακοπούλου, αναφέρθηκε στην ανάγκη νομικής καθιέρωσης του όρου γυναικοκτονία, λέγοντας:  «Είναι πολύ σημαντικό ότι  ο όρος γυναικοκτονία ουσιαστικά έχει καθιερωθεί, αν και αρχικά υπήρχαν πολλές αντιρρήσεις και επιφυλάξεις. Πρέπει να καθιερωθεί και με πιο επίσημο, θεσμικό τρόπο με την ενσωμάτωση του και από την Δικαιοσύνη. Δεν πρόκειται για κάτι τυπικό. Η καθιέρωση του όρου είναι μια κορυφαία ένδειξη παραδοχής της ανισότητας μεταξύ των φύλων. Ορίζεται ως η δολοφονία μιας γυναίκας επειδή ακριβώς είναι γυναίκα. Τα στοιχεία δείχνουν πως η απειλή αυτή πολιορκεί την χώρα μας.

Τα τελευταία δέκα χρόνια είχαμε δεκαδες γυναικοκτονίες ετησίως. Ο ΟΗΕ ήδη από το 2016 στην Βιέννη υιοθέτηση τον όρο γυναικοκτονία με την αιτιολογία: «Η γυναικοκτονία αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια από τις σοβαρότερες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η πιο σοβαρή μορφή έμφυλης βίας» . Πρόκειται λοιπόν για ένα σύνθετο πρόβλημα για την αντιμετώπιση του οποίου πρέπει να υπάρχει κοινωνική και πολιτική συστράτευση. Χρειάζεται να μιλάμε όλοι, να καταγγέλλουμε όλοι. Χρειάζεται ένας καλύτερος συντονισμός όλων των αρχών και φορέων μπορούν να συμβάλουν στην προσπάθεια αυτή. Για αυτό ίσως είναι αναγκαίο να υπάρξει ένα Εθνικό Παρατηρητήριο που να συντονίζει, να μελετάει, να προτείνει νέα μέτρα και πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν.

Μαζί δε με αυτά είναι αναγκαία η διεύρυνση των δομών φιλοξενίας, της δυνατότητας χορήγησης  νομικών συμβουλών , των κοινωνικών υπηρεσιών , η διαρκής εκπαίδευση όσων ασχολούνται με το πρόβλημα. Πρόκειται για πρόβλημα παγκόσμιο, διαταξικό, διαρκές. Πρόκειται για έγκλημα που φαίνεται να ενέτεινε η πανδημία και το οποίο απαιτεί στρατηγική αντιμετώπισης, διεθνή ανταλλαγή εμπειρίας, ενιαία κοινωνική απάντηση. Απαιτεί μελέτες, βαθύτερες προσεγγίσεις.»